καλόποδι

καλόποδι
καλόπους
shoemaker's last
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοπόδι(ον) — καλοπόδι(ον), τὸ (AM) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλαπόδι] …   Dictionary of Greek

  • γαλότσα — η πρόσθετο υπόδημα, από καουτσούκ ή δέρμα, που φοριέται για προφύλαξη από τα νερά τής βροχής, τη λάσπη ή το χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < (βενετ.) gαlozze < (μσν. λατ.) *calopia < λατ. calopus < καλόπους «καλοπόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”